Tης Mαριαννας Tζιαντζη από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 4/5/2008
Την ημέρα του Πάσχα βρέθηκα σε μια γειτονιά αυθαιρέτων ή μάλλον πρώην αυθαιρέτων, αφού τα σπίτια νομιμοποιήθηκαν, η περιοχή εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης, οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν, ο καημός της μετανάστευσης ξεχάστηκε ή μάλλον άλλαξε κατεύθυνση, ενώ οι πολυκατοικίες έκρυψαν τα βουνά, τη θάλασσα, τις ελιές. Τα ισόγεια σπιτάκια έγιναν διώροφα και τριώροφα, με εξωτερικές ενισχυτικές κολόνες και μόνο κάποιες ρυμοτομικές ανορθογραφίες θυμίζουν την παλιά αυθαιρεσία: οικοδομικές γραμμές που θυμίζουν μαίανδρο, αδιέξοδα, δρόμοι που ξετυλίγονται σαν μεθυσμένοι, αλλά και κάποια τζιπ που βρίσκουν εμπόδιο τον οβελία που ψήνεται επί του καταστρώματος.
Ακάθεκτη βαδίζει η αστικοποίηση, καταπίνοντας όχι μόνο τις αγροτικές μνήμες (αυτές έχουν καταχωνιαστεί προ πολλού), αλλά και τις μνήμες της αστικής φτώχειας. Εξ άλλου, το πλούσιο πασχαλινό τραπέζι μοιάζει να ξορκίζει το φάντασμα της ανέχειας, να το διώχνει πέρα από τα σύνορα ή μάλλον να το διασκορπίζει στους θύλακες αυτών που πέρασαν τα δικά μας σύνορα και σήμερα καλλιεργούν τα άγια χώματά μας, καθαρίζουν τα σπίτια και τα γραφεία μας, μερικές φορές κλείνουν και τα μάτια των γερόντων μας.
Παράξενη, αλαφιασμένη η φτώχεια η σημερινή. Με κινητό τρίτης γενιάς, με δορυφορικές κεραίες, μηχανήματα κλιματισμού, ντιβιντί και ντιβιντιέρες, αλλά και με το συρτάρι γεμάτο φάρμακα για το σώμα και την ψυχή.
Γυμναστήρια, σχολές χορού, φροντιστήρια, καφετέριες, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, προπατζίδικα, αλλά το βιβλιοπωλείο είναι είδος εξωτικό και, όταν επιβιώνει, έστω σαν βιβλιοχαρτοπωλείο, το χρωστά στις ηρωικές προσπάθειες του ιδιοκτήτη του, που είναι ταυτόχρονα πωλητής, λογιστής, καθαριστής. Μα πώς γίνεται η οικογένεια να συσσωρεύειπτυχία και το βιβλίο, όπως και η εφημερίδα, να χάνεται;
Λεπτή, πολύ λεπτή είναι η κρούστα της ευημερίας της τελευταίας εικοσαετίας. Κάποια παιδιά αγροτών δεν θέλουν ούτε να ξέρουν πού πέφτουν τα αμπελοχώραφά τους, ενώ γονείς νεαρών επιστημόνων βλέπουν τα παιδιά τους να βουλιάζουν στο πέλαγος της ανεργίας. Αφήσαμε πίσω τα σημάδια της μεταπολεμικής φτώχειας, όμως η νέα φτώχεια, η «εισαγόμενη» όπως λένε, μας περιμένει στη γωνία. Πιο ύπουλη, πιο αμείλικτη.
Η καταφατική πρόταση «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί» μετατρέπεται σε ερωτηματική: «εμείς θα ζήσουμε αν γίνουμε φτωχοί;» Είναι αυτονόητο ότι έχουμε περάσει και χειρότερα ή ότι υπάρχουν χώρες που δοκιμάζονται χειρότερα. Η διαφορά με το παρελθόν ή με το «αλλού» είναι ότι σήμερα είμαστε ανοχύρωτοι -συναισθηματικά, πολιτικά, ιδεολογικά- ενώ ο κύκλος της αλληλεγγύης γίνεται όλο και πιο στενός, συνήθως χωράει ένα-δυο-τρία άτομα, του εαυτού μας συμπεριλαμβανομένου.
Στην τελευταία συγκέντρωση για το ασφαλιστικό, από τα μεγάφωνα που είχε εγκαταστήσει η ΓΣΕΕ στην Πατησίων ακουγόταν η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη στο τελευταίο ίσως τραγούδι του: «Ερχονται χρόνια δύσκολα, γεμάτα καταιγίδες, κι εμείς του κόσμου θύματα, μ' ατέλειωτα προβλήματα και λιγοστές ελπίδες». Λιακάδα, ζέστη, άνοιξη, φραπέδες και κρύα εμφιαλωμένα νερά - «μα πού τα βρήκαν αυτά τα κλαψιάρικα;» έλεγαν κάποιοι, ανάμεσά τους κι εγώ. Να όμως που εκ δυσμών ειδήσεις μοιάζουν να δικαιώνουν την απαισιοδοξία αυτού του τραγουδιού, ενώ ούτε οι εξ ανατολών την απαλύνουν.
|